- πυρισφρήγιστος
- πῠρι-σφρήγιστος ([dialect] Ion. for Πυρισφρᾱγ-), ον,A sealed with fire, ib.13.328.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek
πυρισφρήγιστον — πυρισφρήγιστος sealed with fire masc/fem acc sg πυρισφρήγιστος sealed with fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)